-
1 úhona
ψεγάδι -
2 недостаток
недостаток м 1) (нехватка} η έλλειψη, η ανεπάρκεια* το έλλειμα (недостача) 2) (дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι* \недостаток зрения (слуха) η αδύνατη όραση ( ακοή)* * *м2) ( дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδιнедоста́ток зре́ния (слу́ха) — η αδύνατη όραση (ακοή)
-
3 брак
I. 1. (недоброкачественный товар, изъян) το σκάρτο 2. (дефект продукции) το ελάττωμα, το ψεγάδιпроизводственный - της παραγωγής.II.(семейный союз) о γάμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брак
-
4 изъян
το ελάττωμα, το ψεγάδι, η ατέλειαс - ом με -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изъян
-
5 брак
брак1 м ὁ γάμος:вступать в \брак παντρεύομαι, ἐρχομαι είς γάμον; состоять в \браке εἶμαι παντρεμένος, εἶμαι ἐγγαμος, брак II м1. (в производстве) τό σκάρτο (εμπόρευμα);2. (изъян) τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι. -
6 изъян
изъянм τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι, ἡ ἀτέλεια, ἡ ἔλλειψη [-ις]:с \изъяном ἐλαττωματικός. -
7 недостаток
недостат||окм1. (нехватка) ἡ ἔλλει-Ψη [-ΐζ], ἡ ἀνεπάρκεια:\недостаток рабочих рук ἡ Ελλειψη ἐργατικών χεριών за \недостатокком чего-л. λόγω ἐλλειψης...· не испытывать \недостатокка ни в чем δέν στεροῦμαι τίποτε·2. (несовершенство, дефект) τό ἐλάττωμα, ἡ ἀτέλεια, τό ψεγάδι. -
8 подточить
подточитьсов см. подтачивать· ◊ ко-ми́р носа не подточит разг δέν τοῦ βρίσκεις κανένα ψεγάδι. -
9 blemish
-
10 blot
[blot] 1. noun1) (a spot or stain (often of ink): an exercise book full of blots.) μουτζούρα2) (something ugly: a blot on the landscape.) στίγμα, ψεγάδι2. verb1) (to spot or stain, especially with ink: I blotted this sheet of paper in three places when my nib broke.) μουτζουρώνω2) (to dry with blotting-paper: Blot your signature before you fold the paper.) στεγνώνω με στυπόχαρτο•- blotter- blotting-paper
- blot one's copybook
- blot out -
11 defect
-
12 flaw
-
13 комар
-ά α. κουνούπι•малярийный комар ανωφελές κουνούπι.
εκφρ.комар носу (носа) не подточит – παρμ. όσο και να ξύσεις τα νύχια σου δε θα βρεις ψεγάδι (κατασκευάστηκε άριστα). -
14 страдать
-аю, -аешь κ. παλ. стражду, страждешь, μτχ. ενστ. страдающий κ. παλ. страждущийρ.δ.1. υποφέρω, πάσχω•страдать больго υποφέρω από πόνο, πονώ•
он -ет болезнью сер-дда αυτός πάσχει από την καρδιά ή είναι καρδιοπαθής.
|| μτφ. έχω μειονέκτημα, ελάττωμα, ψεγάδι.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασανίζομαι, τυραννιέμαι, ταλαιπωρούμαι, παιδεύομαι, δεινοπαθώ.3. βλάπτομαι, παθαίνω. || λείπω, υπάρχει έλλειψη•в классе -ает дисциплина η τάξη δεν έχει την απαιτούμενη πειθαρχία.
-
15 tache
1) κηλίδα2) ψεγάδι -
16 skvrna
1) κηλίδα2) ψεγάδι -
17 blemish
1) αμαυρώνω2) στίγμα3) ψεγάδι -
18 flaw
1) ατέλεια2) ψεγάδι -
19 plama
1) κηλίδα2) μέρος3) ψεγάδι -
20 skaza
1) ελάττωμα2) ψεγάδι
См. также в других словарях:
ψεγάδι — το ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια: Δεν της βρίσκει κανένα ψεγάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψεγάδι — το, Ν ελάττωμα, μειονέκτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ψέγος (Ι) + υποκορ. κατάλ. άδι (πρβλ. πηγ άδι)] … Dictionary of Greek
ακουσούρευτος — η, ο [κουσουρεύω] αυτός που δεν έχει κουσούρι, ψεγάδι, ο αψεγάδιαστος … Dictionary of Greek
αψεγάδιαστος — η, ο [ψεγαδιάζω] αυτός που δεν έχει ψεγάδι, ο άψογος … Dictionary of Greek
λείψιμο — το (Μ λείψιμον) έλλειψη μσν. ψεγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + κατάλ. ιμο] … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
μωμώμαι — μωμῶμαι, άομαι και ποιητ. και ιων. τ. μωμέομαι (Α) [μώμος] βρίσκω σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι σε κάποιον, μέμφομαι, επικρίνω, κατηγορώ κάποιον … Dictionary of Greek
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
σκονάδι — το, Ν [σκόνη] (διαλ. τ.) (στην Κρήτη) καθετί που αντιβαίνει τους κανόνες ηθικής, ελάττωμα, ψεγάδι («βλάψιμο τσ ίδιας φύσης και σκονάδι», Ερωφ.) … Dictionary of Greek
τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… … Dictionary of Greek
ψεγαδιάζω — Ν [ψεγάδι] 1. βρίσκω ψεγάδια σε κάποιον 2. ψέγω … Dictionary of Greek